Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Από τη Σούλα στη Μαιρούλα

Δύο διαφορετικά υποκοριστικά για δύο διαφορετικούς τύπους γυναικών. Η μία ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας στο σινεμά και η άλλη κατεβαίνει στα άδυτα του Αδη, στο θέατρο. Την πρώτη ενσαρκώνει η Ζέτα Μακρυπούλια και τη δεύτερη η Μαρία Πρωτόπαππα.

Ζέτα Μακρυπούλια
Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά
«Μωρέ μπράβο η Ζέταααα...» ήταν το έκπληκτο επιφώνημα της Ρούλας Κορομηλά, όταν κάπου στη δεκαετία του ΄90 συνειδητοποίησε ότι μία από τις χαριτωμένες γλαστρούλες που διέθετε το σόου της «Ciao ΑΝΤ1» είχε αποδειχτεί... ομιλούσα. Θυμόμαστε το ακόμη πιο φρέσκο, τότε, πρόσωπο της Ζέτας Μακρυπούλια χάρη στα κοντινά πλάνα που της χάριζε ο κάθε καμεραμάν με γούστο.

Οταν ζητήθηκε από το νεαρό κορίτσι να εκφράσει την άποψή του, η παρουσιάστρια εκστασιάστηκε με την ευφράδειά του. Εχοντας υπόψη της, λοιπόν, το ρητό «η δουλειά δεν είναι ντροπή», η καστανή γαλανομάτα Ζέτα άφησε πίσω της τον τίτλο της «τσαούσας»- όρος του Γιώργου Μαρίνου για το «Ciao ΑΝΤ1»και αποφάσισε να εμπλουτίσει την καριέρα στο μόντελινγκ με παράλληλες σπουδές υποκριτικής. Αυτή η πρακτική ήταν πολύ της μόδας τότε και έκανε έξαλλες τις ηθοποιούς που έβλεπαν την καρέκλα τους να τρίζει από καλλονές που ονειρεύονταν να αλώσουν τη σκηνή και την ΤV καβάλα στα δωδεκάποντα.

Η πρώτη φορά που είδαμε τη Ζέτα να παίζει ήταν σε ένα αποτυχημένο σίριαλ του Star, στο πλευρό του Γιώργου Κωνσταντίνου. Δεν φάνηκε να πτοείται όμως. Οσο περνούσαν τα χρόνια, το χρώμα των μαλλιών της άνοιγε ώσπου ως πρώτης τάξεως ξανθιά πρωταγωνίστησε και αυτή με τη σειρά της στη δεινοσαυρική παράσταση «Σεσουάρ για δολοφόνους». Και όσο συνέβαιναν όλα αυτά στα επαγγελματικά της, φρόντιζε να απασχολεί τα μίντια και με τα προσωπικά της. Οχι κάτι το φοβερό, ποτέ δεν έδωσε αφορμή σε παπαράτσι να τρυπώσουν στα σεντόνια της, κάθε δημόσια εμφάνισή της όμως και κάθε γαρίφαλο που πετούσε προς τη μεριά του Αντώνη Ρέμου αποτελούσαν καλό λόγο για να αστράψουν τα φλας. Και μετά το σίριαλ του δεσμού, ήρθε το σίκουελ του χωρισμού, το πρίκουελ της επανασύνδεσης κ.ο.κ.

Η πιο καθοριστική στιγμή πάντως στην καριέρα της Ζέτας Μακρυπούλια ήταν όταν βρέθηκε στην κωμική σειρά-χιτ του Γιώργου Καπουτζίδη «Στο παρά πέντε» (Μega). Παίζοντας πολύ καλύτερα από πολλούς ηθοποιούς της πρωταγωνιστικής πεντάδας, έκανε μόδα την προφορά με λιι και νυυ ως «Αμαλιιία» και πλήθος ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σποτ αναπαράγοντας τη συγκεκριμένη περσόνα. «Κι από εμφάνιιιση; Κουκλιι ιί!» έλεγε για παράδειγμα διαφημίζοντας κλιματιστικό. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον επιτυχημένο σεναριογράφο και επί σκηνής, σε έργα «εμπορικά» ήτοι τηλεοπτικής αισθητικής, με την πλειονότητα του κοινού να τους επισκέπτεται από καθαρή νοσταλγία για το «Στο παρά πέντε».

Το πανέμορφο πρόσωπό της δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο ούτε το τηλεορασόπληκτο ελληνικό σινεμά, που είδε στη Ζέτα μια εκθαμβωτική ενζενύ. Πέρυσι, λοιπόν, βγήκε στις αίθουσες το «Μόλις χώρισα», με την ίδια να υποδύεται μια γυναίκα που χωρίζει στα γενέθλιά της. Αρκούντως καλλίφωνη για τα μιντιακά δεδομένα, η διασκευή του «Νύχτα στάσου» που ακουγόταν σε μια ταινία που δεν βλεπόταν, έγινε χιτ και στα νυχτερινά κλαμπ. Χωρίς λοιπόν να χάνει χρόνο, τώρα που γυρίζει, επέστρεψε προσφάτως με το «Σούλα Ελα Ξανά», όπου υποδύεται τη δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά. Που είναι διορισμένη στις Σπέτσες και κλείνει τα 30. Και δέχεται τέσσερα μηνύματα μεταμέλειας από ισάριθμους πρώην της, οι οποίοι τη θέλουν ξανά στη ζωή τους. Ενας ζηλιάρης, ένας μαμάκιας, ένας τσιγκούνης και ένας γυναικάς. Σωστά κελεπούρια! Τι να πρωτοδιαλέξει η Σούλα. Αλλά όχι. Εκλεισε τα 30, έπαθε κρίση ηλικίας όταν άκουσε τον σουβλατζή να τη λέει μαγκούφα και αποφάσισε να φορέσει νυφικό. Θα στείλει λοιπόν το ίδιο μήνυμα στους τέσσερις μνηστήρες καλώντας τους στις Σπέτσες, με υστερόγραφο: «Και αν όλα πάνε καλά, ίσως ανεβούμε μαζί τα σκαλιά της εκκλησίας». Στην πραγματική ζωή, κάθε άνδρας στη θέα αυτού του μηνύματος θα άλλαζε νούμερο κινητού. Αλλά όχι. Σούλα είναι μόνο μία. Και έτσι, πηγαίνουν να τη βρουν για να την παντρευτούν. Το φινάλε είναι πιο προβλέψιμο και από κεραυνό κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Τελικά παρατάει σύξυλους και τους τέσσερις αφού πρώτα τους έχει υποβάλει σε ένα σωρό σαχλές δοκιμασίες, για να παντρευτεί το λεβεντόπαιδο από τις Σπέτσες που τη φλερτάρει και μέχρι πρότινος ήταν ορκισμένος εργένης, αλλά είπαμε: Σούλα είναι μόνο μία. Αν η ταινία αξίζει για κάτι, είναι για την ίδια την πρωταγωνίστρια. Παραβλέποντας υπερβολές του τύπου «είναι η Τζούλια Ρόμπερτς της Ελλάδας» και άλλα τέτοια διθυραμβικά, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη λάμψη της.

Την περασμένη Δευτέρα ήταν προσκεκλημένη στην εκπομπή «Καφές με την Ελένη» Μενεγάκη. Συνάντηση κορυφής: η Βibi Βo και η Βarbie καθισμένες στο παστέλ καθιστικό τους και από δίπλα ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος ως άλλος Κεν, έτσι για να σπάει τη μονοχρωμία του ξανθού. «Σκίζεις με τη Σούλα, ε;» είπε η παρουσιάστρια αναφερόμενη στα 40.000 εισιτήρια που έκοψε η ταινία το πρώτο τριήμερο. Η πρωταγωνίστρια αποκάλυψε ότι της αρέσει το σινεμά και ότι θα υπάρξει και τρίτη ταινία. Και τότε, ο κριτικός κινηματογράφου της παρέας, εμφανώς επηρεασμένος από τις αγαπημένες του ταινίες με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Ταϋγέτη, έκανε την καίρια παρατήρηση: «Είναι κωμικό μια τόσο όμορφη κοπέλα να βρίσκεται στην κατάσταση της Σούλας (σ.σ. ανύπαντρη) στα τριάντα. Είναι δυνατόν;». «Εντάξει, υπάρχουν φάσεις της ζωής μας που είμαστε μόνοι...» είπε διστακτικά η ηθοποιός, σχεδόν απολογούμενη που όπως και η ηρωίδα της έχει πατήσει τα τριάντα χωρίς βέρα στο δεξί.

Η αθάνατη ελληνική κοινωνία θέλει τις όμορφες να παντρεύονται νωρίς και τις άσχημες να μένουν στο ράφι, εκτός αν οι πρώτες είναι «σαλεμένες» και οι δεύτερες «φραγκάτες». Εκείνο που ποτέ δεν μας είπε βέβαια, ούτε ο Γιάννης Δαλιανίδης ούτε και ο σκηνοθέτης της Σούλας, είναι τι ακριβώς συμβαίνει μετά το φιλί του αίσιου τέλους. Οταν η Βουγιουκλάκη πηγαίνει σπίτι με τον Παπαμιχαήλ, η Καρέζη βγάζει το νυφικό και ο Αλεξανδράκης το γαμπριάτικο, και η Σούλα που πήρε το όνομά της από την αγαπημένη της κούκλα Τina sulla Disco (η Τίνα πάνω στην ντίσκο) ξεπλύνει το πρόσωπό της από όλο αυτό το γκλίτερ. Ο γάμος αποδεικνύεται αυτοσκοπός για κάθε γυναίκα, κάτι σαν game over όταν έχεις τερματίσει πανηγυρικά το ηλεκτρονικό παιχνίδι της ζωής σου. Στο σύμπαν «Μανίνα- Κατερίνα» η μαγική συνταγή είναι πάντοτε η ίδια και δεν έχει περιθώρια για υπαρξιακά αδιέξοδα. Φεύγοντας από το σινεμά και πηγαίνοντας στο θέατρο όμως, η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. γελάει πικρά με όλα αυτά, καθώς όσο και αν ψάξει, δεν βρίσκει καμία τέτοια συνταγή στην ολοκαίνουργια κουζίνα της.

Μαρια Πρωτοπαππα
Ιδανική αυτόχειρ
Στην περίπτωση της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από της Σούλας. Στο σκηνικό της παράστασης έχουμε μια κουζίνα Ιkea, όπως συμβαίνει στα περισσότερα ελληνικά σπίτια που ξαφνικά σαγηνεύτηκαν από τη σουηδική αισθητική. Αυτή η κουζίνα, όμως, είναι διαφορετική από τις άλλες: Σου δίνει την εντύπωση ότι είναι και σαλοτραπεζαρία και μπάνιο, και βεράντα και κρεβατοκάμαρα μαζί. Λες και η ηρωίδα αυτής της τόσο γοητευτικής παράστασης που φιλοξενείται στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας σε παραγωγή Εθνικού δεν έφυγε και δεν πρόκειται ποτέ να φύγει από εκεί μέσα. Και προς Θεού, όσο κι αν αφήσαμε το βλέμμα μας να αιωρηθεί πάνω από την αχνιστή κατσαρόλα όπου μαγειρεύεται ένα φαγητό που δεν σερβίρεται ποτέ, από τον ακατάστατο πάγκο, από τα βιβλία με τις συσσωρευμένες γνώσεις και το τραπέζι με τα σκόρπια καβουρδισμένα αμύγδαλα και τους αναπτήρες που δεν ανάβουν πια, δεν βρήκαμε καμία κορνίζα με το πορτρέτο κάποιου Τζον-Τζον.

Η Μαρία Πρωτόπαππα συν-σκηνοθετεί και παρουσιάζει τον εξαιρετικό μονόλογο της Λένας Κιτσοπούλου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για διάλογο, καθώς από την πρώτη στιγμή του έργου μάς λέει πολλά και του ανταπαντάμε ακόμη περισσότερα. Στη θέση του Τζον-Τζον υπάρχει κάποιος αόρατος Σταύρος, ο οποίος κάποια στιγμή αρχίζει να χτυπάει επίμονα το κουδούνι για να του ανοίξει. «Τώρα κανονικά θα έπρεπε να ανοίξει η πόρτα και να μπει ο Σταύρος,αλλά επειδή είναι μονόλογοςδεν μπορούμε να εμφανίσουμε άλλο πρόσωπο», μας λέει με την κούραση μιας νέας γυναίκας που ουσιαστικά είναι μόνη αλλά έχει βαρεθεί να ψάχνει. Ο Σταύρος παίζει λοιπόν τον ρόλο του φανταστικού συντρόφου, όχι από την άποψη ότι είναι τέλειος, αλλά επειδή δεν εμφανίζεται ποτέ. «Εχω ξεκατινιαστεί στη Σκουφά,έχω χτυπηθεί για έναν μεγάλο έρωτα,έχω γίνει ρεζίλι μπροστά σε κόσμο,για να φτάσω τώρα να κάνω και τον σταυρό μου που υπάρχει ένας Σταύρος.Εφτασα σε αυτό που πάντα σιχαινόμουν και κορόιδευα στους άλλους, στο “απ΄ τ΄ ολότελα,καλή κι η Παναγιώταινα”» λέει και φωνάζει με απόγνωση και χιούμορ την αλλοτινή κινητήρια δύναμη της ύπαρξής της: «Νταλκά!..Πού είσαι;».

Η Μαρία Πρωτόπαππα ακούει πολύ συχνά τον επιθετικό προσδιορισμό «ταλαντούχα» δίπλα στο όνομά της. Εχοντας κάνει προσεκτικά βήματα σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε «ποιοτικό θέατρο» και έχοντας αποφύγει προφανείς επιλογές και λάθη, έμελλε πέρυσι να λάβει τα συγχαρητήρια και του τηλεοπτικού κοινού για την ερμηνεία της στο καραγάτσειο «Τo 10» (Αlpha). Μέσα από ένα καστ που μύριζε θεατρικό σανίδι ( Δημήτρης Καταλειφός, Ρένη Πιττακή κ.ά.) κατόρθωσε να αναδειχθεί και στο «γυαλί» και όλοι έκαναν λόγο για ένα παίξιμο και ένα δόσιμο τόσο λεπτεπίλεπτο που σε άφηνε άφωνο. Και αν στο σίριαλ εκείνο χρειάστηκε πολλές φορές να σκύψει το κεφάλι ως υποτακτική σύζυγος που δεν έχει περιθώριο να αναπνεύσει- η λυτρωτική σκηνή κατά την οποία καίει τη διαθήκη του Καλογερά μάς έχει μείνει αξέχαστη-, τώρα ήλθε η ώρα να τα πει έξω απ΄ τα δόντια. Σαν να παίρνει εκδίκηση για όλες τις «πραγματικές» γυναίκες και για όλες τις ηρωίδες που έχουν πνίξει μέσα τους τόσα εκκωφαντικά ουρλιαχτά.

Η ατόφια κωμική φλέβα της ηθοποιού, κάτι στο οποίο δεν μας είχε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι απολαυστική και εναλλάσσεται πολύ χαριτωμένα με τη δραματική πλευρά της. Μέσα στην κουζίνα της, η ηρωίδα του «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» κουνιέται λες και είναι ανεβασμένη σε μπάρα ενώ μαγειρεύει, κλαίει, γελάει, κατεβάζει το σουτιέν και σκαμπιλίζει το στήθος της, μυρίζει τις μασχάλες της, βρίζει θεούς και δαίμονες και τέλος πάντων κάνει ό,τι κάνουμε όλοι όταν δεν μας βλέπει κανείς. «Παλιά έλεγα έρωτας και έγραφα το “ε” με έψιλον κεφαλαίο. Το αναποδογύριζα και γινόταν τρίαινα στα χέρια μου.Τώρα πια το γράφω με έψιλον μικρό.Το αναποδογυρίζω και είναι κώλος» θα πει. Δεν διστάζει να τα βάλει ούτε με τη «νέα θρησκεία», την ψυχανάλυση: «Πάρτε από πάνω μου τον Γιουνγκ και τον Γιάλομ...Ποιον πρέπει να σκοτώσω για να σταματήσω να είμαι αυτό που είμαι και να γίνω κάτι άλλο...Τους γονείς μου;Και τους γονείς των γονιών μου;Κι αν πάω ακόμη πιο πίσω,αυτό το πράγμα δεν έχει τελειωμό... Πρέπει να σκοτώσω τον βροντόσαυρο και τον τυραννόσαυρο;Και τι πειράζει δηλαδή αν εγώ βλέπω στους γκόμενούς μου τον πατέρα μου;Ποιον δηλαδή πρέπει να δω;Τον περιπτερά;».

Η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» ξεφεύγει από το γυναικείο και παίρνει προαγωγή για το ανθρώπινο. Ξεστομίζει αλήθειες που πονάνε πρώτα την ίδια που τις λέει και έπειτα όλους τους άλλους που κρέμονται από τα χείλη της: «Η γραμμή Αθήνα- Ιθάκη κουνάει πολύ και ανακατεύομαι.Θέλω να κατέβω.Κι ας σου δίνουν σακούλες για τον εμετό, κι ας μπορείς να ταξιδέψεις και στην πρώτη θέση αν θες». Και όταν τελικά καταπιεί αυτό το θαυματουργό χαπάκι και περάσει στην άλλη πλευρά μέσα σε ένα κατακόκκινο φόρεμα που της έβαλαν για την τελευταία της εμφάνιση μέσα στο φέρετρο, δεν πρόκειται να χάσει ούτε την ψυχή, ούτε το χιούμορ της. Θα κοροϊδέψει όλους αυτούς που ήλθαν στην κηδεία και αράδιασαν βλακείες του τύπου «τελικά αυτοί που δεν το λένε ποτέ αυτοκτονούν» κτλ. Θα μας πληροφορήσει ότι αν τολμήσεις να γίνεις αυτόχειρας, ο Αγιος Πέτρος θα σου δείξει την κακή πλευρά του και θα σε σαπίσει στο ξύλο. Θα μας ενημερώσει ότι ο Καρυωτάκης που συχνάζει επίσης στην Κόλαση μεταμφιέζεται σε Τσιτσάνη για να διασκεδάσει την αιωνιότητά του φορώντας ψεύτικο μουστάκι και παίζοντας φάλτσα. Τίποτε από όλα αυτά δεν χωράει στο δαλιανίδειο σύμπαν. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι κουζίνες Ιkea...
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=261495

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου